- αναζεύγνυμι
- ἀναζεύγνυμι και -νύω (ΑΜ)μσν.(για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μουαρχ.1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά τίνος χώρας», προχωρώ διά μέσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + ζεύγνυμι και ζευγνύω.ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζευξις, ἀναζυγή].
Dictionary of Greek. 2013.